Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianointavolàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [intavoˈlare] 1 αναλαμβάνω έργο 2 ανοίγω 3 ξεκινώ καριέρα 4 ξεκινώ ταξίδι 5 ξεκινώ με προκαθορισμένο στόχο 6 βάζω μπρος 7 αρχίζω 8 εκκινώ 9 πιάνω (αρχίζω) 10 ξεκινώ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |