Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianointegràre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [inteˈgrare] 1 τελειώνω 2 αρτιώνω 3 αποτελειώνω 4 συμπληρώνω 5 συμπληρώνω όπου έχει ελλείψεις 6 ενοποιώ 7 αποπερατώνω 8 ολοκληρώνω integrarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [inteˈgrarsi] Ολοκληρώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |