Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinquartàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [inkwarˈtare] 1 τοποθετώ οικόσημο στο ένα τέταρτο του θυρεού 2 χωρίζω σε τέσσερα τμήματα τον θυρεό (για τοποθέτηση διαφορετικών οικόσημων) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |