Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoinquièto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [inˈkwjɛto] 1 ανήσυχος 2 ακαταλάγιαστος 3 ακαλμάριστος 4 ακατασίγαστος 5 ανυπόμονος 6 νευριασμένος 7 ανάστατος 8 αεικίνητος 9 ταραγμένος 10 αναστατωμένος 11 νευρικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |