Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoindisciplinàto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [indiʃʃipliˈnato] 1 ασυγύριστος 2 ανυπότακτος 3 απείθαρχος 4 αχαλίνωτος 5 απειθάρχητος 6 ανυπάκουος 7 άτακτος 8 αχαλίνωτος 9 ανυπάκουος 10 αντιπειθαρχικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |