Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoindisponìbile
sostantivo maschile e femminile Pronuncia I.P.A.: [indispoˈnibile] 1 τμήμα περιουσίας που δεν μπορεί να διατεθεί ελεύθερα από τον διαθέτη 2 εύλογο τμήμα indisponìbile aggettivo Pronuncia I.P.A.: [indispoˈnibile] 1 απρόθυμος 2 που δεν μπορείς να το διαθέσεις 3 μη διαθέσιμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |