Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoincantatóre
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [inkantaˈtore] 1 γόης 2 μαγγανευτής 3 γητευτής 4 ξεπλανευτής 5 μάγος incantatóre aggettivo Pronuncia I.P.A.: [inkantaˈtore] 1 θελκτικός 2 μαγευτικός 3 μαγγανευτικός 4 μαγικός 5 δελεαστικός 6 σαγηνευτικός 7 γοητευτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |