Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoincantàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [inkanˈtare] γοητεύω, μαγεύω incantarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [inkanˈtarsi] 1 θέλγομαι 2 γοητεύομαι 3 προσελκύομαι 4 ακινητώ 5 ξελογιάζομαι 6 σταματώ λόγω βλάβης 7 μαγεύομαι 8 καταγοητεύομαι 9 παθαίνω εμπλοκή 10 πιάνω (σκαλώνω) 11 σαγηνεύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |