Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimputàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [impuˈtare] 1 εξηγώ δείχνοντας την αιτία 2 αποδίδω 3 καταλογίζω 4 προσάπτω 5 κατηγορώ 6 καταφέρομαι 7 επιρρίπτω 8 ασκώ δικαστική δίωξη 9 αιτιώμαι 10 απονέμω 11 προσάπτω κατηγορία 12 θεωρώ (κάποιον) υπεύθυνο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |