Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimpuntàre
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [impunˈtare] 1 τραυλίζω 2 τρεκλίζω 3 ξεραίνεται η γλώσσα μου (από την ομιλία) 4 ψελλίζω 5 κομπιάζω 6 παραπαίω 7 στραβοπατώ impuntàrsi verbo pronominale intransitivo Pronuncia I.P.A.: [impunˈtarsi] 1 κυριεύομαι από πείσμα 2 μουλαρώνω 3 πεισματώνω 4 γινατεύω 5 πεισμώνω 6 σταματώ και αρνούμαι να προχωρήσω 7 κοντοστέκω 8 κωλώνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |