Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimpiombatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [impjombaˈtura] 1 μάτισμα 2 σφράγισμα (δοντιού) 3 μολύβι επικάλυψης ή σφραγίσματος 4 σφράγιση (με μολύβι) 5 κάλυψη με μολύβι 6 βούλωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |