Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimplicàre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [impliˈkare] 1 υπονοώ 2 υποδηλώνω 3 υπαινίσσομαι 4 εννοώ 5 συνεπιφέρω 6 μπλέκω 7 εμπλέκω 8 αναγκάζω σε εμπλοκή 9 συνεπάγομαι 10 περιλαμβάνω implicarsi verbo pronominale* Pronuncia I.P.A.: [impliˈkarsi] 1 μπλέκομαι 2 εμπλέκομαι 3 αναμειγνύομαι 4 πιάνομαι 5 ενέχομαι 6 μπουρδουκλώνομαι 7 μπερδεύομαι 8 εμπίπτω 9 ανακατεύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |