Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoimperniatùra
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [impernjaˈtura] 1 αρμός 2 άξονας ή πείρος περιστροφής 3 σημείο στήριξης άξονα περιστροφής 4 τοποθέτηση ή στήριξη σε βάση περιστροφής 5 μεντεσές 6 ρεζές πόρτας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |