Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoignàvia
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [iɲˈɲavja] 1 αμβλύτητα 2 νωχέλεια 3 οκνηρία 4 αβελτηρία 5 ραχατλίκι 6 μαχμουρλίκι 7 νωθρότητα 8 φυγοπονία 9 απάθεια 10 τεμπελιά 11 ραθυμία 12 ακαματοσύνη 13 ακαματιά 14 οκνιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |