Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoignàro
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [iɲˈɲaro] 1 ακατάρτιστος 2 ακάτεχος 3 άπραγος 4 αδιαπαιδαγώγητος 5 αμύητος 6 σκράπας 7 άβγαλτος 8 ανέγνωμος 9 ανίδεος 10 άπειρος 11 αγνοών 12 αδαής 13 άσχετος 14 αμαθής 15 αστοιχείωτος 16 ανεξοικείωτος 17 ανήξερος 18 απληροφόρητος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |