Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogrossézza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [grosˈsettsa] 1 τραχύτητα 2 φάρδος 3 εύρος 4 χοντράδα 5 αγένεια 6 χοντροκοπιά 7 πυκνότητα (υγρού) 8 πάχος 9 μέγεθος 10 πλάτος 11 μπούγιο 12 διάμετρος (κυλίνδρου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |