Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogrovìglio
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [groˈviʎʎo] 1 μπλέξιμο 2 μπέρδεμα 3 σύγχυση 4 σάστισμα 5 πελαγοδρόμηση 6 θαλάσσωμα 7 ακαταστασία 8 πελαγοδρόμημα 9 ανακάτωμα 10 πελάγωμα 11 ανακατωσούρα 12 κόμπος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |