Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogròppa
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈgrɔppa] 1 κωλομέρια (ειρωνικά) 2 στρογγυλεμένη κορυφή βουνού 3 ράχη (ανθρώπου) 4 καπούλια τετραπόδου 5 κρέας μεταξύ στρογγυλού και ουράς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |