Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogiràta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ʤiˈrata] 1 γύρισμα 2 οπισθογράφηση 3 υποστήριξη 4 αναστροφή 5 γυριστή μπαλιά (ποδόσφαιρο) 6 σουλάτσο 7 περιστροφή 8 μεταστροφή 9 μεταβολή 10 γύρος 11 στροφή 12 στρίψιμο 13 περίπατος 14 βόλτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |