Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogirèlla
sostantivo maschile e femminile Pronuncia I.P.A.: [ʤiˈrɛlla] 1 άνθρωπος που πηγαίνει όπου φυσάει ο άνεμος 2 οπορτουνιστής 3 αποστάτης 4 καιροσκόπος 5 τροχαλία 6 σύσπαστο 7 άρθρωση περιστροφής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |