Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogiacènza
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ʤaˈʧentsa] 1 διαθέσιμα (απούλητα) αποθέματα 2 απούλητα αγαθά 3 μετρητά στο χέρι 4 απομεινάρι σε τιμή έκπτωσης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |