Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogiacènte
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ʤaˈʧɛnte] 1 στάσιμος 2 μη επενδυμένος (για κεφάλαια) 3 ξαπλωμένος με το κεφάλι ψηλά (σε οικόσημο) 4 απούλητος 5 αδιενέργητος 6 εκκρεμής 7 απαράδοτος 8 ανεπίδοτος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |