Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogètto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [ˈʤɛtto] 1 χύσιμο 2 βλάστημα 3 έκβρασμα 4 ρίξιμο 5 ρίψη σφαίρας 6 πίδακας υγρού από στενό άνοιγμα 7 πέταμα 8 εμπορεύματα αβαρίας πλοίου 9 ξεχείλισμα από βράσιμο 10 ξεβλάσταρο 11 εκροή υγρού ή αερίου από αγωγό 12 βλαστάρι 13 βλαστός 14 εκβλάστημα 15 ρίψη 16 στενό άνοιγμα εκροής 17 πίδακας αερίου από στενό άνοιγμα 18 ανάβρυσμα 19 ναυάγια που ξεβράζει η θάλασσα 20 αναπήδηση 21 ανάβλυση 22 καυλός 23 ροή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |