Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianogheróne
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [geˈrone] 1 τσόντα ενίσχυσης γωνίας κτιρίου 2 τριγωνικό μικρό χωράφι 3 τσόντα ενίσχυσης παπουτσιού 4 υποστήριγμα ενίσχυσης γέφυρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |