Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoforzàto
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [forˈtsato] 1 κατάδικος σε καταναγκαστικά έργα 2 κατάδικος forzàto aggettivo Pronuncia I.P.A.: [forˈtsato] 1 αναγκαστικός 2 εξαναγκασμένος 3 βιαστικός 4 δεσμευτικός 5 βεβιασμένος 6 υποχρεωτικός 7 προσποιητός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |