Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofósco
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈfosko] 1 καταχνιασμένος 2 ομιχλώδης 3 ζοφερός 4 σκοτεινός 5 θαμπός 6 θεοσκότεινος 7 μουντός 8 δυσήλιος 9 σκοταδερός 10 ανταριασμένος 11 σκοτεινιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |