Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofórca
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ˈforka] 1 δικράνι 2 διχάλα 3 στενό βουνίσιο πέρασμα 4 κρεμάλα 5 δίκρανο 6 τσουγκράνα 7 άξιος για να κρεμαστεί (μεγάλος κακοποιός) 8 αγχόνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |