Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoforcèlla
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [forˈʧɛlla] 1 φουρκέτα 2 δίκρανο 3 καρφί σε σχήμα U 4 συνδετήρας χαρτιών σε σχήμα U 5 υοειδές οστό 6 γιάντες 7 τσιμπιδάκι για τα μαλλιά 8 διάσελο 9 στήριγμα σε τηλεφωνικό θάλαμο (σε σχήμα U) 10 στόμιο του στομάχου 11 σημάδι μουσικό μείωσης ή αύξησης έντασης ήχου 12 διχάλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |