Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofissazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [fissatˈtsjone] 1 κυριαρχούσα προκατάληψη 2 στερεοτυπική συμπεριφορά 3 έμμονη ιδέα 4 έμμονη προκατάληψη 5 μονομανία 6 σταθεροποίηση 7 στερέωση 8 προσκόλληση 9 ανατομική λειτουργία στερέωσης 10 κανόνισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |