Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofissatóre
aggettivo e sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [fissaˈtore] 1 λοσιόν στερεωτική για τα μαλλιά 2 λακ μαλλιών 3 μπάνιο στερεωτικού διαλύματος 4 στερεωτής 5 στερεωτικό διάλυμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |