Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofiorìre
verbo transitivo e intransitivo Pronuncia I.P.A.: [fjoˈrire] 1 ευδοκιμώ 2 ευπορώ 3 υγιαίνω 4 ευδαιμονώ 5 καζαντίζω 6 κοσμώ 7 διανθίζω 8 στρώνω με λουλούδια 9 ανθοστολίζω 10 ανθώ 11 θάλλω 12 ανθίζω 13 ανθοβολώ 14 λουλουδιάζω 15 ακμάζω 16 ευημερώ 17 λουλουδίζω 18 βλασταίνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |