Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofiammeggiànte
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [fjammedˈʤante] 1 φωτεινός 2 λαμπρός 3 ακτινοβόλος 4 σπινθηροβόλος 5 αστραποβόλος 6 αστραφτερός 7 λαμπερός 8 διάπυρος 9 φλογερός 10 φλεγόμενος 11 λάμπων 12 φλογάτος 13 πύρινος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |