Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofiancàta
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [fjanˈkata] 1 χτύπημα με το πλευρό 2 πλευρό 3 σαρκασμός 4 σκώμμα 5 πλευρά 6 ομοβροντία κανονιών πλοίου 7 όλα τα κανόνια πλευράς πλοίου 8 πλευρά πλοίου έξω από το νερό 9 πλατειά ή άσπαστη επιφάνεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |