Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofiàcco
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [ˈfjakko] 1 εξασθενημένος 2 αδύναμος 3 αποχαυνωμένος 4 ενεργών με μισή καρδιά 5 απρόθυμος 6 τεμπέλης 7 ξεθεωμένος 8 κουρασμένος 9 καταπονημένος 10 οκνηρός 11 νωθρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |