Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofacèto
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [faˈʧɛto] 1 αστείος 2 πνευματώδης 3 εύθυμος 4 διασκεδαστικός 5 χιουμοριστικός 6 καλαμπουρτζής 7 ευτράπελος 8 περιπαικτικός 9 κωμικός 10 χωρατατζής 11 φαιδρός 12 περιπαιχτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |