Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianofacinoróso
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [faʧinoˈroso], [faʧinoˈrozo] 1 ρουφιάνος 2 μπράβος 3 πληρωμένος χαφιές 4 ψευτοπαλικαράς facinoróso aggettivo Pronuncia I.P.A.: [faʧinoˈroso], [faʧinoˈrozo] 1 αχαλίνωτος 2 μπράβος 3 ρουφιάνος 4 βίαιος 5 άνομος 6 σπιούνος 7 κακοποιός 8 με τρόπο ρουφιάνου 9 τσάτσος 10 παράνομος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |