Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoestrazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [estratˈtsjone] 1 μετάλλευση 2 μεταλλεία 3 σκάψιμο 4 εξόρυξη 5 έλξη 6 φύτρα 7 προέλευση 8 προσέλκυση 9 καταγωγή 10 λατόμευση 11 εξαγωγή 12 βγάλσιμο 13 τράβηγμα 14 απόσπαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |