ItalianoGreco


èstro  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [ˈɛstro]

1 αυθόρμητη διάθεση
2 καύλα
3 οίστρος σεξουαλικός
4 σεξουαλική επιθυμία
5 έμπνευση
6 καπρίτσιο
7 γούστο
8 ιδιοτροπία
9 αλογόμυγα
10 κλίση
11 έλξη ακατανίκητη
12 οίστρος
13 χάρισμα

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---