Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoesplorazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [esploratˈtsjone] 1 κατόπτευση 2 αναγνωριστική αποστολή 3 διερεύνηση 4 σαρωτική έρευνα 5 βολιδοσκόπηση 6 αναγνώριση 7 εξερεύνηση 8 ανάκριση 9 ανίχνευση 10 έρευνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |