Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoesploratóre
aggettivo e sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [esploraˈtore] 1 εξερευνητής 2 ανακριτής 3 ερευνητής 4 ανιχνευτής 5 αναγνωριστικό αεροσκάφος 6 αναγνωριστικό πλοίο 7 στρατιώτης σε αναγνώριση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |