Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoesclusìva
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [eskluˈziva] 1 δικαίωμα βέτο 2 πατέντα 3 αποκλειστικότητα 4 αποκλειστική αντιπροσωπεία 5 άσκηση δικαιώματος αρνησικυρίας 6 αποκλειστικό δικαίωμα 7 δικαίωμα αρνησικυρίας 8 ευρεσιτεχνία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |