Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoesclusióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [eskluˈzjone] 1 μποὶκοτάρισμα 2 αποκοπή 3 διακοπή 4 έκπτωση (κάποιου) 5 καραντίνα 6 κλείσιμο από έξω 7 μπλοκάρισμα 8 απαγόρευση 9 αποκλεισμός 10 εξαίρεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |