Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoesalazióne
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [ezalatˈtsjone] 1 αποφορά 2 ανάδοση 3 πορδή 4 εξάτμιση 5 ανάδοση 6 έξοδος αέρα από τους πνεύμονες 7 εκπνοή 8 αναθυμίαση 9 απόπνοια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |