Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoemèrgere
verbo intransitivo Pronuncia I.P.A.: [eˈmɛrʤere] 1 προβάλλω 2 αναδύομαι στην επιφάνεια 3 προκύπτω 4 ξεπροβάλλω 5 αναδύομαι 6 ξεπετιέμαι 7 ανακύπτω 8 διακρίνομαι 9 φανερώνομαι 10 αναφαίνομαι 11 έρχομαι από την αφάνεια 12 εμφανίζομαι στο προσκήνιο 13 εκδηλώνομαι 14 διαφαίνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |