Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoeméttere
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [eˈmettere] 1 διατυπώνω 2 εκθέτω 3 εκβάλλω 4 εκκρίνω 5 εκφράζω 6 βγάζω 7 εκστομίζω 8 κυκλοφορώ 9 στέλνω 10 αναδίνω 11 βγάζω (φωνή ή κραυγή) 12 εκπέμπω 13 αναδίδω 14 εκδίδω 15 εκχύνω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |