Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoelucubràre
verbo transitivo Pronuncia I.P.A.: [elukuˈbrare] 1 μελετώ βαθιά και σοβαρά 2 προβληματίζομαι 3 συλλογίζομαι 4 διαλογίζομαι 5 αναλογίζομαι 6 ξενυχτώ δουλεύοντας κάτι 7 μελετώ κοπιαστικά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |