Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoelusìvo
aggettivo Pronuncia I.P.A.: [eluˈzivo] 1 αυτός που διαφεύγει 2 άπιαστος 3 αμφίσημος 4 μεσοβέζικος 5 προφασιστικός 6 διφορούμενος 7 κοπανατζής 8 απατηλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |