Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoeffettóre
sostantivo maschile Pronuncia I.P.A.: [effetˈtore] 1 τμήμα νεύρου που αποστέλλει ώση σε τελικό όργανο αντίδρασης 2 μυς ή αδένας ή κύτταρο που αντιδρά σε νευρική ώση 3 τελεστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |