Italiano - Greco moderno
Vai al dizionario greco-italianoefficàcia
sostantivo femminile Pronuncia I.P.A.: [effiˈkaʧa] 1 δυναμικότητα 2 παραγωγικότητα 3 λειτουργικότητα 4 αποδοτικότητα 5 αποτελεσματικότητα 6 δραστικότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |