ItalianoGreco


discàrico  
sostantivo maschile

Pronuncia I.P.A.: [disˈkariko]

1 δικαιολογία
2 πρόφαση
3 ξεφόρτωμα
4 συγχώρηση
5 εκφόρτωση
6 απολογία
7 απαλλαγή από βάρος
8 υπεράσπιση

permalink
Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI




Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---